χλωρικός

χλωρικός
-ή, -ό / χλωρικός, -ή, -όν, ΝΑ [χλωρός]
νεοελλ.
1. χημ. συνοπτικός χαρακτηρισμός ορισμένων οξυγονούχων ενώσεων τού χλωρίου και συγκεκριμένα τού χλωρικού οξέος και τών αλάτων του
2. φρ. «χλωρικό κάλιο»
χημ. άλας τού χλωρικού οξέος που αποτελεί τη βάση τής μαύρης πυρίτιδας
αρχ.
εσφ. γρφ. αντί τού χωρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χλωρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χλώριο, αυτός που περιέχει χλώριο: Το οξύ αυτό λέγεται χλωρικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χλωρικῆς — χλωρικός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερχλωρικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υπερχλωρικό οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση στην οποία το χλώριο έχει αριθμό οξείδωσης 7 και η οποία παρασκευάζεται από τα άλατα του με επίδραση πυκνού διαλύματος θειικού οξέος β) «υπερχλωρικά άλατα» χημ. τα άλατα που σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”