- χλωρικός
- -ή, -ό / χλωρικός, -ή, -όν, ΝΑ [χλωρός]νεοελλ.1. χημ. συνοπτικός χαρακτηρισμός ορισμένων οξυγονούχων ενώσεων τού χλωρίου και συγκεκριμένα τού χλωρικού οξέος και τών αλάτων του2. φρ. «χλωρικό κάλιο»χημ. άλας τού χλωρικού οξέος που αποτελεί τη βάση τής μαύρης πυρίτιδαςαρχ.εσφ. γρφ. αντί τού χωρικός.
Dictionary of Greek. 2013.